Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Η ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ


Είναι και η ιστορία του Κύκλωπα μια γραμμική γραφή στις πινακίδες της Πύλου.  Αν είναι για να την αποκρυπτογραφήσεις, θα αναγκαστείς να βουτήξεις σε βαθιά νερά. Πιο βαθιά απ’ ο,τι βούτηξες στην ιστορία της Κίρκης. Εδώ το φροντιστήριο χρειάζεται να’ ναι διεπιστημονικό. Interdisciplinares Seminar, που λένε.
Πρέπει η αρμάδα σου να’ ναι λαμπρή και τρικάταρτη. Για την επιχείρηση δε νικάνε οι στρατιώτες μόνο και οι λοχαγοί. Τέτοιος πόλεμος είναι πολύ σπουδαία υπόθεση, παρά ώστε να τον εμπιστευθούμε στους στρατηγούς, που έλεγε ένας συνετός πολιτικός.

Και κύρια δεν πρέπει να μας ξεφύγει το ασήμαντο. Γιατί τότε αλίμονο στη χώρα. Το ελάχιστο θα σώσει το πλείστο. Σύμφωνα και με το παλιό υποβλητικό σχήμα του πολύπειρου γυρολόγου: Για το καρφί εχάθηκε το πέταλο, για το πέταλο εχάθηκε το άλογο, για το άλογο εχάθηκε ο ιππέας, για τον ιππέα εχάθηκε η μάχη, για τη μάχη εχάθηκε ο πόλεμος, για τον πόλεμο εχάθηκε η αυτοκρατορία.

Ν’ αρχίσουμε, λοιπόν μέτρια, ταπεινά και δίκαια. Με τάξη και κλιτότητα, που λέει ο Ερωτόκριτος.

Εκαθότανε μια φορά κοντά στα βούρλα, δίπλα σε μια πηγή, η Μέριμνα. Cura τηνε γράφει ο λατίνος μυθοποιός, κι’ εμείς οι νεοέλληνες, ή ελληνοεβραίοι αλλιώς, τηνε λέμε Φροντίδα, ή Έγνοια.

Η Μέριμνα εσύμπαιζε στα δαχτυλά της τον πηλό. Και με το χάζι και το παίζοντας έπλασε ένα αγαλματάκι. Εστέκονταν και το θωρούσε.
Περνάει τότε από μπροστά της ο Δίας, ο Jupiter. Και τηνε βλέπει με το παιχνίδι της.
_  Καλώς τα πολεμάς, βασιλαρχόντισσα , την χαιρετάει.
_ Καλό νά ‘χεις , κι η αφεντία σου, τον αντιχαιρετάει.
_ Και σαν τι τάχατες καμώματα σκαρώνεις αυτού δα;
_ Να! Του λέει η Μέριμνα. Επιάστηκα να κάμω ένα πλασματάκι. Αλλά το καημενούλι μου είναι ξερό και άλαλο. Εσύ, που ‘σαι ο άρχος και ο ταγός σε ούλα, κάμε να το φυσήξεις. Να ψυχωθεί και να μιλήσει. Για να σε προσκυνάει ύστερα.
_ Μετά χαράς, αρχοντοπούλα μου, της απαντάει ο Δίας.  Πιάνει, φυσάει τη λάσπη. Κι αμέσως το πλάσμα εζωντάνεψε.
Καθόντανε κι οι δύο, και χαίρουνταν το έργο τους.
_ Και πώς να το βαφτίσουμε; Ρωτά η Μέριμνα. Λέω να του δώσω τ’όνομά μου. Εγώ δεν το’πλασα;
_ Όχι, και να σου λείπει η χάρη! Της κραίνει ο Δίας. Το δικό μου το όνομα θα δώσουμε. Γιατί εγώ του φύσηξα ζωή.

Έτσι, επιάστηκαν οι δύο θεοί, και τράβαγαν, ο ένας από δω ο άλλος από κει. Δεν έβρισκαν την άκρη. Τότε σηκώνεται από τα χώματα η Γη, η Humus, και με το στόμα του Κρόνου, του Saturnus, δικάζει, και δίνει τη λύση.

_ Ούτε το δικό σου, ούτε το δικό σου. Το δικό μου όνομα θα λάβει, εδίκασε. Εσύ, Μέριμνα, που το’πλασες, θα το δυναστεύεις και θα το κατέχεις σε όλη του τη ζωή. Εσύ, Δία, που του’ δωκες ζωή και γνώση, θα το οδηγάς και θα πλουταίνεις το μυαλό του. Για να σε δοξολογά και να σε σέβεται. Κι όταν θα πεθαίνει, η πνοή του θα γυρίζει σε σένα. Το όνομα όμως θα το λάβει από μένα. Γιατί από δικά μου στοιχεία συντελέστηκε. ‘Εξ ών συνετέθη. Έτσι θα λένε. Και σαν στερέψει ο χρόνος που του ορίστηκε, πάλι σε μένα θα ξαναγυρίζει. Καί είς γην άπελεύσει. Έτσι θα λένε. Από μένα λοιπόν, τη Ηumus, θα το φωνάξουμε homo. Που πάει να πει άνθρωπος.
Από τις τρεις κατανομές του μύθου εμείς θα κρατήσουμε την πρώτη. Γιατί αυτή το μάμαλο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις κατανομές των βουλευτικών εκλογών.

(Οι υπουργοί κι οι βουλευτάδες που μας κυβερνούν όλη τους τη φαιά ουσία τη σπαταλάνε στον εκλογικό νόμο. Αυτοί, μάτια μου, δεν είναι για να νοιαστούν τον τόπο. Αυτοί είναι μάγεροι μόνο. Και αρχιμάγεροι και αρχιτρίκλινοι. Το μόνο που τους πονάει είναι ο εκλογικός νόμος, οι τρεις κατανομές, το βουλευτιλίκι τους. Το σαμάρι του γάιδαρου, δηλαδή, με το στρώμα, τη μπροστελίνα, τα κολιτσάκια, τις σαμαροπαϊδες του. Ο γάιδαρος ας ψοφήσει. Η δική τους Μέριμνα δε φτάνει μακρύτερα από την κοιλιά και τα σκέλια τους).
Το ότι όρισε, λοιπόν, η φύση τη ζωή μας να την κατέχει η μέριμνα είναι εύκολο να το καταλάβουμε. Αρκεί να ρίξουμε ένα βλέμμα στους σκοπούς  και τους στόχους που θέτει ο καθένας μας. Από τη στιγμή που θα νοήσει ως τη στιγμή που θα τα κλείσει, περνά τη ζωή του μέσα σε στόχους.

Κάθε φορά που θα πετύχουμε το στόχο που έχουμε, αμέσως έχει εμφανισθεί στον ορίζοντα καινούργιος. Η ζωή μας είναι μια παραπομπή σε συνεχώς εμφανιζόμενους στόχους, κατά το ακόλουθο σχήμα.

Πρώτο επίπεδο. Να τελειώσω το Λύκειο, να πετύχω στις πανελλήνιες, να λάβω το πτυχίο, να βρω δουλειά, να παντρευτώ, να γεννήσω ένα ή δύο παιδιά, να χτίσω σπίτι, ν’αγοράσω αυτοκίνητο, να κάνω διακοπές στη Σιθωνία.
Δεύτερο επίπεδο. Να χτίσω και ένα εξοχικό, να βελτιώσω τους τροχούς μου από τη Φάου-Βε στη Μπι-ΕΜ-Τάμπλιγιου, να κάνω διακοπές στην Καζαμπλάνκα, να γραφτώ και στους μασόνους.

Τρίτο επίπεδο. Ν’ αποχτήσω κοινωνική επιφάνεια, να δημοσιογραφήσω στον κίτρινο τύπο, να ιδούν ο κόσμος τη μουσούδα μου και στο τελεβίζιο, να θαγμάξουν, να διασκεδάσω στο καμπαρέ του Παρισιού <<Λατινικός Παράδεισος>>.
Τέταρτο επίπεδο. Εδώ οι γεύσεις είναι ντελικάτες, οι επιδόσεις ανώτερες, και η τεχνολογία προηγμένη. Να διχτυωθώ σε διασυνδέσεις διεθνείς, να γίνω μέλος της Ακαδημίας των αθάνατων κρανίων , της ζωντανής κοκαλίστρας αλλιώς, να ‘χω οδηγό στη λιμουζίνα μου, να δοκιμάσω και τη λεγόμενη <<δημιουργική μοιχεία>>, μέσω ειδικών πολυτελών γραφείων. Τον περίφημο Schopferischen Ehebruch, που λένε οι Γερμανοί.

Μ’ ένα λόγο, οι συνεχώς εμφανιζόμενοι νέοι στόχοι κάνουν τη ζωή μας κάπως όμοια με την Ανάβαση των Μυρίων από τις Σάρδεις στα Κούναξα, και από τα Κούναξα στο <<θάλλατα θάλλατα>> του Ξενοφώντα. Κάθε στόχος στην πορεία μας είναι και ένας σταθμός. Και η απόσταση ανάμεσα στους σταθμούς μετριέται με παρασάγγες. Τριάντα στάδια ο καθένας. Ήγουν χιλιόμετρα πέντε κόμμα τέσσερα.
Έρχεται, λοιπόν, μια ωραία πρωία στις δυσμές του βίου μας, κι έχουμε θέσει ακόμη ένα σκοπό. Όμως ο σκοπός αυτός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Γκρεμιζόμαστε απότομα μέσα στον άπατο χάνδακα του θανάτου μας, κι έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας αντίκρα. Τι τύφλωση ! Πεθαίνουμε, δηλαδή, χωρίς να καταλάβουμε ότι πεθάναμε. Όπως ακριβώς εζήσαμε, χωρίς να υπάρξουμε. (Ζει το ζώο, υπάρχει ο άνθρωπος).

Μ’ ερωτάς πως έζησα χωρίς να υπάρξω; Μα είναι απλό. Γιατί στην προσπάθεια και στον αγώνα μου να πετύχω όλους τους στόχους που συνεχώς έθετα, ήμουν τόσο απορροφημένος από τη φροντίδα τους, ώστε δεν είχα μάτια για τίποτα βαθύτερο. Και αυτό είναι το νόημα των λόγων που είπε ο Κρόνος στη Μέριμνα: <<Κι εσύ, Μέριμνα, θα τον κατέχεις και θα τον δυναστεύεις όσο ζει>>.
Αλλά εδώ ακριβώς είναι το στίγμα και η στιγμή, που εμφανίζεται το σύμπτωμα του υποστασιακού μας καρκίνου. Κοιτάζει ο στοχαστής γιατρός την ακτινογραφία του πνευματικού μας θώρακα, και με μια μελαγχολική ηρεμία ψιθυρίζει σιγά: Μωρέ μπράβο σου! Που το ‘κονόμησες ετούτο το παράσημο; Κι είσαι μόλις δεκαοχτώ χρονώ!

Η παραβολή σημαίνει: Απορροφημένοι από τους στόχους και τη μέριμνα να τους πετύχουμε, λησμονούμε πως η ζωή μας είναι κάτι άλλο. Κάτι περισσότερο από μια κίνηση μπίλιας σε λεία επιφάνεια. Και μη νομίζεις ότι, αν πας στην Επίδαυρο να ιδείς Αισχύλο, ή αν ακούς τα βράδυα μουσική δωματίου, κυλάς έξω από αυτή τη λεία επιφάνεια.
Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφτούμε πάνω σε κάποια ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της ζωής μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; Το malum physicum και το malum morale, που λένε;

Πως ημπορούμε να βοηθήσουμε αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε αυτό το έργο της ανάγκης;
Αυτά τα βαθύτερα προβλήματα τα βλέπουμε όλοι και τα βρίσκουμε απλά. Όπως βλέπουμε συνηθισμένη την κορυφή του Έβερεστ με μάτι τόσο αυτονόητο. Για δοκίμασε όμως, παλικαρά μου, να την ανεβείς!

Και αυτό είναι το κακό. Η δυσκολία τους μας σπρώχνει να τα προσπερνάμε. Ή να τα λύνουμε με μια μονοκοντυλιά. Εννοώ ότι υιοθετούμε αμέσως και αβασάνιστα τις ακαταμέτρητα γελοίες παραστάσεις που φυτεύουν μέσα μας οι θρησκείες. Και ο δόλος τους βέβαια.
Συμπέρασμα. Η αδιάκοπη μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους που θέτουμε, σκεπάζει τη ζωή μας έτσι, ώστε όλα τα βαθύτερά της να βυθίζουνται στο σκότος. Μπαίνουμε σ’ ένα είδος οντολογικής ομίχλης, που κρύβει το τοπίο της ύπαρξής μας. Και να ζεις μες στη λήθη σημαίνει ότι δε ζεις στην α-λήθεια.

Τι είναι η αλήθεια; Είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις, όταν αναδυθείς από τη λήθη. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας.
Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθη ζούμε σαν πεθαμένοι. Τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα οι ποιητές την ιστόρισαν ανάγλυφα και ζαλιστικά. Θυμηθείτε τον Έλιοτ της Έρημης Χώρας. Κάθετε σ’ ένα γιοφύρι του Τάμεση, παρατηρεί όλους αυτούς που τρέχουν στη δουλειά τους με τη φροντίδα της, και βλέπει νεκρούς να περπατάνε. Για την Αθήνα μας, λ.χ. με το ανάλογο μάτι θα’βλεπες στην οδό Πανεπιστημίου μέρα νύχτα στρατιές από κυλιόμενα φέρετρα.

Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το ‘χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Είναι γνωστό ότι ο Έλιοτ αυτή την εικόνα των νεκρών στο γιοφύρι της Λόντρας τη δανείστηκε από το Δάντη. Ο μεγάλος φλωρεντίνος φτάνει σε μια κοιλάδα στην Κόλαση, και βλέπει τόσες σκιές πεθαμένων, που παγώνει το αίμα του. Το στόμα του γίνεται παπούτσι με γλώσσα. Όταν τον συνεφέρνει ο Βιργίλιος, καταφέρνει να αρθρώσει: πόσοι νεκροί, θεέ μου! Δεν είχα σκεφτεί ότι ο θάνατος έχει ξεκάνει τόσους πολλούς.

Πάνω σ’ αυτή την άλλη όψη της πραγματικότητας δεν έχουμε εικόνα. Γιατί η μελάτη ιστορίας κακόμαθε τη σκέψη μας να σταματάει σε πρόσωπα που μετριούνται.
Λέμε, για παράδειγμα, Κάννες ίσον ο ανόητος ύπατος Τερέντιος Ουάρρων. Στάλινγκραντ ίσον ο τραγικός στρατάρχης φον Πάουλους και ο Γκαίρινγκ που τον πήρε στο λαιμό του. Για προσπάθησε όμως να ιδείς έναν – έναν τους πενήντα χιλιάδες Ρωμαίους λεγεωνάριους και ιππείς που έπεσαν στις Κάννες, ή τους ενενήντα χιλιάδες στρατιώτες που πάγωσαν στο Στάλινγκραντ; Και που ο καθένας τους σαν ύπαρξη βαραίνει όσο ο Ουάρρων και ο φον Πάουλους!

Και κατά περίπτωση, για προσπάθησε να αντικρύσεις όλους τους ανθρώπους της γης που έχουν πεθάνει από την εποχή των τελευταίων παγετώνων μέχρι σήμερα; Και βέβαια που θα παγώσει το αίμα σου, σαν του Δάντη.
Όταν, λοιπόν, κάτω από την πίεση της μέριμνας ζούμε σ’ αυτή την οντολογική λήθη, είμαστε στην ουσία πεθαμένοι και ανύπαρκτοι. Όπως ουσιαστικά είμαστε ανύπαρκτοι ο κάθε έλληνας για τους κατοίκους  της Γουατεμάλας.

Και για να το ειπώ αντίστροφα. Σε ρωτώ, αναγνώστη μου, ποιόνε ξεύρεις από τα είκοση εκατομμύρια της Πόλης του Μεξικού; Ποιόνε ξεύρεις από τη χώρα του Πακιστάν με τα εκατόν δέκα εκατομμύρια της; Κανέναν.
Έξω από τις πέντε δέκα εκατοντάδες ανθρώπους που γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, ο καθένας από μας για τους άλλους κι ο καθένας από τους άλλους για μας είναι ο κανένας. Και ταχιά θα λείψουν κι αυτές οι πέντε δέκα εκατοντάδες.

Λίγο ακόμη και θα τα ξεχάσεις όλα.
Λίγο ακόμη και θα σε ξεχάσουν όλα.
Που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος.

Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σάρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της φιλοσοφίας της Ύπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες.

Η μια κατηγορία είναι οι πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει <<Ο δημώδης υποστασιακός τύπος>>, ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις. Κάποιος.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες.

Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης.

Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημία, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του <<τι είναι;>> και στις κώχες του <<τι πρέπει;>> Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας.
Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν το Βαν Γκογκ, που πέθανε στα τριάντα εφτά του από <<πυρετό ύπαρξης>>.

Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει <<Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη>>, ή η Existenz.
Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη.

Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κανένας.
Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κ α ν έ ν α ς.

Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του κανένας, του τις ή του ούτις, μας την έδωκε με τρόπο ακραίο αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκηπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει,

Έπάμεροι, τι δε τις; Τι δ’ού τις; Σκιάς όναρ άνθρωπος.
Δηλαδή: είμαστε της στιγμής, τι είναι, τι δεν είναι κανείς; Ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.

Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου, έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της.
Καθότανε και κοίταζε ετούτον το θηριάνθρωπο, που ‘χε στη μέση στο κούτελο ένα μάτι σα μαύρο φεγγάρι. Περιδιάβαζε την ατελείωτη κατεβασιά της κεφάλας του, και τις ζαρωματιές της που κατέβαιναν σαν ρέματα και πάσχιζε να τηνε ξεχωρίσει από τους γύρο βράχους. Έκανε να κοιτάξει τα δέρματα των αυτιών του και κατέβαζε τα μάτια σα δαρμένο σκυλί. Κι όταν άνοιγε το στόμα του, όταν άνοιγε εκείνον τον καιάδα, χασμουρητά ρινόκερου και κροκόδειλου τον έκαναν να πισωπατά.

Αλλά σαν είδε σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν’ αρπάζει τα συντρόφια του δύο δύο, να τα χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να συντρίβουνται και να καταρρέουν τα κόκαλά τους με το σαλαγητό σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο, σαν είδε να ρουφάει από το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σα να ‘πινε το γάλα καρύδας, τότε… Ε’ τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια, πόδια, μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τα ‘χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυπάνε σα βουρλισμένα κρόταλα.
_Τώωρα… βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει. Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να περιμένει.

Και το μάτι του Κύκλωπα να λουχτουκιά ανάμεσα στα τσίνορα από φύλλα φραγκοσυκιάς. Και το στόμα του, λαγκάδα σκοτεινή, να ξερνοβολά ογκανητά, ερευγμούς, ανθρώπινα κρέατα και κρασιά.

_ Ποσειδώνα μου, η χάρη σου. Τι πήγες και γέννησες! Τραυλισε. Με ποια δράκαινα έσμιξες και το ‘καμες ετούτο το αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού; Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.

_ Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό, δηλαδή και φημισμένο στο ντουνιά. Αυτό δεν είναι όνομα, μπόγια μου. Αυτό είναι ο ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου. Που τους ακούει ο κόσμος στα ράδια και τις εφημερίδες. Το όνομα του είναι τίτλος και κατάθεση της φήμης και της δόξας.
Ε τότες ήταν που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία φόβου και εναντίωσης τού ‘ρθε η έμπνευση για το δικό του όνομα, που θα ‘λεγε στον Κύπλωπα, εάν τον ερωτούσε. Αφού αυτός είναι το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα.

Εκεί τον ξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο παραλοΪσμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.
_ Και πως σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Πού ‘σαι και τσιρβελής.
Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.
_ Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο πατέρας μου, κι όλοι μου οι συντρόφοι.

Ούτις ‘εμοΊ γ’ όνομα. Ούτιν δε με κικλήσκουσι μήτηρ ήδέ πατήρ ήδ’ άλλοι πάντες έταίροι.
Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες και με την παραυτίδα του.

_ Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους βλάκες να ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θα ‘χες ένα όνομα της προκοπής.
Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδιά δύο συντρόφοι. Δύο βραδιές τέσσερες συντρόφοι. Τρείς βραδιές έξι συντρόφοι. Και τελευταίος εγώ, απόσωσε αχνός σαν την άχνα. Έτσι μου είπε.

Σαν τους αμερικανούς το ‘μοιασα, όταν σκαρώνανε <<τον πόλεμο των άστρων>>, συλλογίστηκε πικρόχολα. Θα ιδούμε στο τελεβίζιο όλο τον πλανήτη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, θα ευφρανθεί η ψυχή μας το θέαμα, θα φωνάξουμε: ωραία!  Κι ύστερα θα πεθάνουμε κι εμείς. Τελευταίοι και με εικόνα.
Τότες ήρθε ο καιρός, για να μπει στο μυαλό του η Αθηνά. Ο καιρός, με την έννοια που το λέγανε οι έλληνες. Η κατάλληλη στιγμή, που αλλίμονό σου αν την αφήκεις και προσπεράσει.

Γιατί βρέθηκε σ’ εκείνη την πίεση, που έπρεπε να συμπιεστή το ασυμπίεστο. Να στιφτεί το μάρμαρο.
Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας του Οδυσσέα. Ο μεγάλος αγώνας, ο Kampf, η μια από τις τέσσερες οριακές καταστάσεις  του ανθρώπου, που λένε στη φιλοσοφία της Ύπαρξης. Αλλά μήπως δεν το λέει κι ο Πλάτων; Ένθα δη πόνος τε και άγών έσχατος ψυχή πρόκειται.

Το μυαλό του εγίνηκε εκείνη η χιονοστιβάδα από τα δέκα χιλιάδες άρματα του Κόνιεφ και του Ζούκωφ, που εκατέβαιναν και ισοπέδωναν τα όρη.
Κουβαλάει το δυνατό κρασί από τα ασκιά, μεθάει κουνουπίδι τον Κύκλωπα, περιμένει να βουλιάξει στον υδράργυρο του ύπνου, ξύνει με το μπαλταδάκι κοφτερά τη μύτη του παλουκιού, τι παλούκι, δηλαδή, αυτό ήταν ολόκληρο κατάρτι και ύστερα το καίει στη φωτιά.

Και όταν ο Πολύφημος ξερνοβολά και ροχαλίζει, σα να κατρακυλάνε στη ροβόλα δέντρα ξεριζωμένα και χαλικωσιές, του το μπήγει στο μάτι μ’ ένα ουααα! Που το παλούκι έφτασε ως το μυαλό. Έτσι έκαμε τον κόκλη καίκο. Το μονόφθαλμο τυφλό.
Άχνιζε και καιγότανε και τσιτσίριζε το ξύλο και η σάρκα. Και η γλήνα του ασπραδιού περέχυνε την προσκαμουσιά του ανθρωποφάγου. Ακούμπησε στην άκρη της σπηλιάς ξεπνοημένος.

_ Ούτε για να κυριέψω την Τροία δεν ίδρωσα τόσο! Απόσωσε.
Και σαν μέρωσε η μέρα και χάραξε η αυγή, γαντζώνεται αυτός και το κάθε συντρόφι ένα κριάρι στην κοιλιά, και ξαναβγαίνουν στο φως από τη γούφα της φοβερής κλεισμάρας. Σα να ξαναβγήκαν από την κόλαση. Όπως θα ιστορήσει σε μια παρακατιανή ραψωδία τη Νέκυια.

Ο Κύκλωπας σκούζει, τινάζεται, βλαστημά, σπαρταράει. Χτυπιέται και παραγουλιάζεται απάνω στους βράχους, σαν ένα πελώριο χταπόδι, που μόνο ο πατέρας του με την τρίαινα θα δύνοταν να καμακώσει.
Ο Οδυσσέας δύο λιθοπέτια μακριά, καβάλα στο καράβι του, σα να ‘τανε καβάλα στην ευνή της Κίρκης, γυρίζει και κοιτάει στο νησί. Βλέπει το μόστρο να ασπαίρει, και με τις οιμωγές και τις βλαστήμιες του να ξεγδέρνει στα τυφλά τους δεκαέξι αέρηδες. Βάζει τότε τις δύο απαλάμες στο στόμα του χωνί, και του φωνάζει.

_ Εεεέ, Πολύφημε. Άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε ποτές, ποιος σου πούλησε την άγρια τυφλομάρα στο φεγγί σου, που ένα τό ‘χες και κείνο όρτσα, να τους ειπείς ο Οδυσσέας. Ο γιός του Λαέρτη. Ο καστροκαταλύτης…
Κύκλωψ, αί κέν τις σε καταθνητών ανθρώπων όφθαλμού είρηται άεικελίην άλαωτύν φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι.

Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας. Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια. Είτε στο ρόλο του Οδυσσέα, είτε στο ρόλο των συντρόφων. Όχι βέβαια του Κύκλωπα. Γιατί ο Κύκλωπας είναι ο λόγος της φύσης και ο ορισμός της μοίρας μας.

Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιάφανη ομίχλη της μέριμνας. Αυτή μας παλεύει, να μη δέσουμε δεσμούς συναγωγούς φιλίας με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας. Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κ α ν έ να ς.
Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη, που μας την φόρτωσαν οι θεοί, ο Δίας η Μέριμνα και η Γη, φενάκη και δόλωμα, για να μη νιώθουμε άκοπα και χάρισμα το πολύτιμο νόημα της ίδιας της ζωής μας, αν φτάσουμε να πληρώσουμε το ακριβό λύτρο που αξιώνει η φύση και η ουσία της ανθρώπινης μοίρας μας, αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοϊκά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο, από τη φλογέρα του βοσκού στο φλάουτο του Μότσαρτ (Zauberflote), από το Man στην Existenz, από το Ούτις στο Οδυσσέας, αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας, αν περπατήσουμε το βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι, και όχι κοιμισμένοι και νεκροί που σαλαγιούνται σαν πρόβατα στο Γιοφύρι της Λόντρας ή στην οδό Πανεπιστημίου, τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα. Ένα άγαλμα ορατό και ωραίο ωσάν το Δορυφόρο του Πολύκλειτου.

Ποιοι είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα; Είναι εκείνοι που ο καθένας τους είναι ένας Κανένας, και Κανένας θα μείνει. Μας είναι και θα μας μείνουν τόσο άφαντοι και άγνωστοι όσο και οι κάτοικοι του Λάγκος και της Μοζαμβίκης σήμερα, ή  οι κάτοικοι της Σκυθίας και της Βαιτικής εχθές.
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα είναι κάποιοι <<ομογενείς>>,κατά την πονεμένη έκφραση του Μυριβήλη, που έζησαν στο χωριό και στον καιρό του Σολωμού, του Καποδίστρια, του Βενιζέλου, του Καβάφη, και όποιου άλλου μεγάλου και τιμημένα επώνυμου. Είναι οι χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι που έζησαν και βουλιάξανε άγνωστοι και ανώνυμοι για μας στην άπειρη λήθη του σύμπαντος.

Όμοια, όπως εβούλιαξε ο παππούς του παππού μου και η γιαγιά της γιαγιάς σου. Γνωρίζεις, τίμιε αναγνώστη, να μου ειπείς ποιο ήταν το όνομα της γιαγιάς της γιαγιάς σου; Την εσκέφθηκες ποτέ σου έστω και μία φορά; Που ημπορεί να ήταν και έμορφη, σαν την Μπαλατσινού! Που ξέρεις;
Ο Σολωμός όμως και ο Κολοκοτρώνης, ο Βενιζέλος ο Κάλβος και οι άλλοι μεγάλοι και τίμιοι επώνυμοι είναι ο Κανένας που ενίκησε τον Κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ’ όνομα.

Είναι οι άνθρωποι,  που, ένας ένας στο πόστο του, εκάμανε τον αγώνα και ζήσανε την αγωνία, που έκαμε και έζησε στην αρχή της Κυκλώπειας ο Κανένας, για να γίνει στο τέλος ο Οδυσσέας.
Δρόμος ε!

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο ‘’ΓΚΕΜΜΑ’’ του Δ. Λιαντίνη. Όποια διασκευή έγινε από τον ανήσυχο 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου