Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

ΣΗΜΑΝΣΗ CE



Πόσο ασφαλή είναι τα βιομηχανικά προϊόντα που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά;

 Η τήρηση των απαιτήσεων ασφαλείας για τα προϊόντα που κυκλοφορούν στην ευρωπαϊκή αγορά αποδεικνύεται κόλαφος για τους Έλληνες κατασκευαστές.

Αποτέλεσμα: ο μοιραίος αποκλεισμός των ελληνικών προϊόντων από τα ευρωπαϊκά ράφια, αλλά και η αμφίβολη ποιότητα των προϊόντων εκείνων που πλασάρονται στα ελληνικά…

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας χώρος ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και προσώπων. Από πολύ νωρίς και στα πλαίσια αποφυγής αθέμιτου ανταγωνισμού αλλά και ελέγχου, τέθηκαν κανόνες που αφορούσαν τη διακίνηση αυτή.

Όσον αφορά στα βιομηχανικά προϊόντα, αυτό που σε πρώτη φάση συμφωνήθηκε είναι ότι για τη διάθεσή τους στην ευρωπαϊκή αγορά θα πρέπει να ικανοποιούν μια σειρά βασικών απαιτήσεων ασφαλείας. Οι βασικές αυτές απαιτήσεις αποτυπώνονται σε σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες, οι οποίες ενσωματώνονται στην συνέχεια στην εθνική νομοθεσία του κάθε κράτους – μέλους και αποτελούν πλέον εθνική του νομοθεσία.

Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις για κάθε ένα προϊόν καθορίζονται από ευρωπαϊκές, αλλά και διεθνείς επιστημονικές επιτροπές (CEN, CENELEC, ISO κ.α) και διατυπώνονται στα σχετικά ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα (EN, IEC, ISO κ.α) που, ακριβώς επειδή ακολουθούν τις απαιτήσεις κάποιας οδηγίας, ονομάζονται εναρμονισμένα. Τα πρότυπα αυτά θέτουν τις βασικές αρχές σχεδιασμού, κατασκευής, ποιοτικού ελέγχου και διαχείρισης των προϊόντων, με βασικό γνώμονα τις απαιτήσεις της ασφαλούς χρήσης τους από τον τελικό καταναλωτή. Διατυπώνουν, δηλαδή, όλες τις απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούνται, προκειμένου ο κατασκευαστής να είναι σε θέση να τοποθετήσει τη σήμανση CE επί του προϊόντος που διαθέτει στην αγορά.

Η σήμανση CE, λοιπόν, η οποία είναι συντομογραφία της έκφρασης “Conformite European” υποδηλώνει ότι το προϊόν που την φέρει συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις ασφαλείας έως προς τη χρήση του, που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ψευδής χρήση της σήμανσης CE είναι ποινικό αδίκημα και συνοδεύεται με χρηματικά πρόστιμα, αλλά και η απόσυρση του προϊόντος από την αγορά!

Τα τελευταία χρόνια (και ύστερα από τη συμφωνία του Κιότο), οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής επίδοσης των προϊόντων είναι κάτι που πολλές φορές ενσωματώνεται στα πρότυπα. Έτσι, πέρα από τις προδιαγραφές ασφαλούς χρήσης, έννοιες όπως αυτές της ενεργειακής απόδοσης, ενεργειακής κλάσης ή καταλληλότητας χρησιμοποιούμενων υλικών διατυπώνονται συχνά στα πρότυπα και αποτελούν απαίτηση για τη σήμανση CE, ανεβάζοντας ακόμα πιο ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων.

Η σήμανση CE είναι υποχρεωτική για μια σειρά βιομηχανικών προϊόντων είτε αυτά παράγονται εντός, είτε εκτός της Ε.Ε.  Υπεύθυνος για τη σήμανση είναι ο κατασκευαστής του προϊόντος ή ο εντολοδόχος του στην κοινότητα (πρακτικά, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εισάγει το προϊόν από τρίτη χώρα).

Να σημειωθεί ότι η διαδικασία σήμανσης CE ενός προϊόντος μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον κατασκευαστή ή τον εντολοδόχο του στη κοινότητα (αυτοπιστοποίηση), κατά την οποία ο ίδιος δηλώνει ( μέσω σχετικής δήλωσης πιστότητας) ότι το προϊόν του καλύπτει τις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και κανονισμών. Μόνο για κάποιες ειδικές κατηγορίες προϊόντων απαιτείται η εμπλοκή κοινοποιημένων εργαστηρίων και φορέων, οι οποίοι δίνουν τις τελικές εγκρίσεις για την επίθεση της σήμανσης CE επί του προϊόντος.

Επί της αρχής, η ιδέα ότι μόνο ασφαλή προϊόντα διατίθενται στους Ευρωπαίους καταναλωτές είναι κάτι με το οποίο κανείς δε θα μπορούσε να διαφωνήσει. Ωστόσο, το πώς αυτό πραγματικά στραγγαλίζει τις μικρές και μικρομεσαίες κατασκευαστικές μονάδες – και ειδικά σε χώρες με μικρή βιομηχανική παράδοση, όπως η Ελλάδα- είναι άλλο θέμα…

Οι απαιτούμενες υποδομές για τη σήμανση CE  

Οι υποδομές της σήμανσης CE συμπεριλαμβάνουν:

-Επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίες και ασχολούνται με τη σίνταξη των σχετικών οδηγιών.

-Επιστημονικές επιτροπές (ευρωπαϊκές ή διεθνής) που ασχολούνται με την έκδοση των εναρμονισμένων προτύπων, καθώς και εθνικές επιτροπές που ασχολούνται με τη μετάφραση των προτύπων και τη μεταφορά των απαιτήσεων τους στους κατασκευαστές.

-Κοινοποιημένα εργαστήρια (Notified Laboratories) για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων ή διαπιστευμένα εργαστήρια (Accredited Laboratories) για όλα τα προϊόντα, στα οποία οι κατασκευαστές διενεργούν τις δοκιμές(ή μέρος τους) που προδιαγράφονται στα παραπάνω πρότυπα.

-Κοινοποιημένους οργανισμούς (Notified Bodies) για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, δηλαδή οργανισμούς που έχουν την αρμοδιότητα, αλλά και την εξουσιοδότηση να διενεργούν έλεγχο του τεχνικού φακέλου του προιόντος, αλλά και της διαδικασίας κατασκευής του. Στους κοινοποιημένους φορείς ανήκουν συνήθως οι κλασικοί φορείς πιστοποίησης  ( TYV, LLOYDS, BVQ, ΕΛΟΤ κ.α).

-Εθνικούς φορείς που ελέγχουν τα προϊόντα και την αγορά, σε σχέση με την εφαρμογή των παραπάνω απαιτήσεων.

Η πραγματική κατάσταση σήμερα

Σε σχέση με τα παραπάνω και έτσι όπως τα πράγματα έχουν σήμερα, αξίζει να σημειώσουμε τα εξής:

Οι επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καλούνται να παράγουν τεχνικές απαιτήσεις για την ασφάλεια των προϊόντων. Στις απαιτήσεις αυτές, όμως, δεν είναι δυνατόν να απουσιάζουν και πολιτικές αποφάσεις, καθώς και μεθοδεύσεις που υποστηρίζουν συγκεκριμένα  εθνικά ή ακόμα και επιχειρησιακά συμφέροντα. Έτσι, για παράδειγμα, πριν πολλά χρόνια οι επιτροπές αυτές ήταν εκείνες που έθεσαν τέτοιες προδιαγραφές, ώστε να αποκλείσουν τον ρωσικό χάλυβα από την ευρωπαϊκή αγορά. Στην ίδια λογική, σήμερα, οι επιτροπές ανεβάζουν τον πήχη της ασφάλειας των προϊόντων στο σημείο εκείνο που κάποιες επιχειρήσεις (κυρίως μικρές και μικρομεσαίες) τίθενται εκτός αγοράς.

Εάν φέρουμε στο μυαλό μας τον μέσο Έλληνα πολιτικό και την ικανότητα του να εκπροσωπήσει επάξια τα συμφέροντα των ελληνικών μικρών και μικρομεσαίων (όταν βεβαίως σπανίως παίρνει μέρος σε τέτοιες επιτροπές), τότε γεννιέται ένας μεγάλος προβληματισμός.

Στις επιστημονικές επιτροπές που διαμορφώνουν αναλυτικά τις απαιτήσεις για τα διάφορα   προϊόντα και εκδίδουν τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα, υπάρχει μια λέξη που χαρακτηρίζει στη συντριπτική πλειοψηφία τους την παρουσία του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού σε αυτές. Και αυτή είναι η λέξη «ανυπαρξία». Σε κάποιο βαθμό, αυτό είναι απολύτως δικαιολογημένο, δεδομένου του γεγονότος ότι η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα είναι περιορισμένη  ή στηρίζεται σε μεθόδους των προηγούμενων 30 ετών. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, είναι μεθοδευμένη, κυρίως από τα ξένα πανεπιστήμια και τους μεγάλους παίκτες της παγκοσμιοποιημένης πλέον αγοράς.

Αλλά και η ανυπαρξία των Ελλήνων κατασκευαστών από την επίσημη ελληνική πολιτεία είναι κάτι που εντάσσεται στα πλαίσια μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας. Οι περισσότεροι κατασκευαστές αναγκάζονται να καταφύγουν στην υποστήριξη από τεχνικούς συμβούλους, που στην ελληνική αγορά πολλές φορές δεν έχουν καν τα απαραίτητα προσόντα για να φέρουν σε πέρας μια αντίστοιχη εργασία, βάζοντας σε κίνδυνο τους χρήστες του προϊόντος, αλλά και τον ίδιο τον κατασκευαστή κατόπιν ενδεχόμενης καταγγελίας.

Όσον αφορά τα κοινοποιημένα και διαπιστευμένα εργαστήρια που απαιτούνται για τη διεξαγωγή δοκιμών ποιοτικού ελέγχου στα προϊόντα, η αλήθεια είναι ότι, χάρη στη φιλότιμη προσπάθεια κάποιων ανθρώπων, υπάρχουν και λειτουργούν σήμερα εργαστήρια που καλύπτουν ικανοποιητικά έναν μεγάλο αριθμό δοκιμών, έχοντας επενδύσει πολλές φορές μεγάλα ποσά για την αγορά μετρητικού εξοπλισμού και διατάξεων.

Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η ελληνική αγορά στα βιομηχανικά προϊόντα είναι μικρή,  με αποτέλεσμα το κόστος των δοκιμών να είναι  πολύ μεγάλο και σε κάποιες περιπτώσεις απαγορευτικό για έναν μικρό ή μικρομεσαίο κατασκευαστή. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι το κόστος των δοκιμών, εάν και μεγάλο, παραμένει πολύ μικρό σε σχέση με τις αντίστοιχες υπηρεσίες από χώρες της κεντρικής ή βόρειας Ευρώπης.

Όσον αφορά τους απαιτούμενους κοινοποιημένους φορείς ισχύουν τα ίδια, ίσως βέβαια σε μικρότερο βαθμό, δεδομένου ότι ως υπηρεσία δεν απαιτεί μεγάλα κεφάλαια. Αρμόδιος φορέας για τον έλεγχο της αγοράς είναι το Υπουργείο Ανάπτυξης, σε συνεργασία με άλλους φορείς (όπως π.χ. οι τελωνειακές Αρχές): μιλάμε για υπαλλήλους χωρίς καμία επίσημη ενημέρωση για τις απαιτήσεις της σήμανσης CE. Τελωνιακοί υπάλληλοι που καλούνται να αναγνωρίσουν το αληθές ή ψευδές μίας δήλωσης πιστότητας ενός εισαγόμενου προϊόντος. Υπάλληλοι του Υπουργείου που θα πρέπει να εκτιμήσουν, ύστερα από καταγγελία, το κατά πόσον ένα προϊόν καλύπτει τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας και προτύπων, χωρίς στις περισσότερες περιπτώσεις να διαθέτουν όχι μόνο την εμπειρία, αλλά ακόμα και τις βασικές απαιτήσεις τεχνικής κατάρτισης. Και, βέβαια, ένας μηχανισμός προληπτικού ελέγχου που δεν υπήρξε ποτέ. Φυσικά, ανάμεσα στους υπαλλήλους αυτούς υπάρχουν άνθρωποι που καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ακόμα και εάν πολλές φορές δεν εμπίπτει στα πλαίσια των υποχρεώσεών τους. Το θέμα είναι γιατί διαιωνίζεται η κατάσταση αυτή, σε ένα τομέα τόσο κρίσιμο.

Ένα μικρό παράδειγμα

Όπως ήδη σημειώθηκε, η απαίτηση σήμανσης CE, ήρθε να καλύψει δύο θεμελιώδεις αρχές: τη διακίνηση μόνο ασφαλών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά και τη θέσπιση κοινών κανόνων ασφαλείας για τα προϊόντα, με σκοπό την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού.

Έστω λοιπόν ότι ένας Έλληνας κατασκευαστής που διαθέτει μια μικρή επιχείρηση κατασκευής του προϊόντος Α  τηρεί στο ακέραιο τη φορολογική νομοθεσία, καλύπτει τις ασφαλιστικές καλύψεις των εργαζομένων του, εφαρμόζει την εργατική νομοθεσία σε θέματα ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας, ζει καθημερινά στο πετσί του την ελληνική γραφειοκρατία, αναγκάζεται να δέχεται επιταγές από επισφαλείς πελάτες, συζεί με ένα τραπεζικό σύστημα που τον ξεζούμισε όποτε το χρειάστηκε και ζει διαθέτοντας τη παραγωγή του σε επιχειρήσεις στον ελλαδικό χώρο. Και ενώ τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, κάποιοι του λένε ότι, εάν τα προϊόντα του δεν έχουν CΕ, δεν μπορεί πλέον να τα διαθέτει.

Ο κατασκευαστής απευθύνεται στο Υπουργείο Ανάπτυξης και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν βγάζει άκρη. Έτσι, στη συνέχεια απευθύνεται σε έναν σύμβουλο που λαμβάνει μια σχετικά μεγάλη αμοιβή(έστω 3.000 ευρώ), προκειμένου να συντάξει τεχνικό φάκελο του προϊόντος και να τον καθοδηγήσει σχετικά με το τι απαιτούν τα σχετικά πρότυπα και κανονισμοί.

Στη συνέχεια, στέλνει δείγματα από τα προϊόντα του σε κάποιο εργαστήριο, προκειμένου να υλοποιήσει κάποιες δοκιμές που δε μπορεί να εκτελέσει στις εγκαταστάσεις του. Το εργαστήριο (που δεν έχει επαναλάβει παρόμοιες δοκιμές ή τελευταία φορά που το έκανε ήταν πριν μερικά χρόνια) ζητά μια αμοιβή που, αν και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι χαμηλή, είναι τέτοια που δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να επιμεριστεί στην τιμή διάθεσης του προϊόντος (οι εργαστηριακές δοκιμές ξεκινούν από 500 και φτάνουν ακόμα και τις 50.000 ευρώ!). Ο κατασκευαστής, θέλοντας να είναι απόλυτα σωστός, ολοκληρώνει τη διαδικασία που απαιτείται, προκειμένου να επιθέσει τη σήμανση  CE επί των προϊόντων του, βελτιώνοντας σε αρκετά σημεία το ίδιο το προϊόν. Το προϊόν του ήταν ήδη ακριβό (μη ανταγωνιστικό, σύμφωνα με τους Γερμανούς ειδικούς), από σήμερα όμως έγινε ακόμα ακριβότερο (ή λιγότερο ανταγωνιστικό)…

Και προκειμένου να έχουμε ασφαλέστερα προϊόντα στην αγορά, μέχρι εδώ δεν υπάρχει κάτι που αξίζει να καταγγελθεί, πέρα από το κολασμένο επιχειρηματικό περιβάλλον, στο οποίο καλείται να λειτουργήσει κάθε ελληνική μικρή επιχείρηση. Μια πραγματικότητα, για την οποία κύριοι υπεύθυνοι είναι οι αδιάφοροι πολιτικοί που εμπιστευτήκαμε τα προηγούμενα χρόνια.

Την ίδια στιγμή, όμως, στην Κίνα, την Ινδονησία, την Ινδία και σε άλλα αναπτυσσόμενα κράτη, ένας κατασκευαστής του ίδιου προϊόντος, μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό επιχειρηματικό περιβάλλον- όπου το ύψος των μισθών, η κοινωνική ασφάλιση, οι συνθήκες ασφαλείας και υγείας στους χώρους εργασίας, τα κοινωνικά δικαιώματα και η εργασία σε συνθήκες κάτεργου είναι «λεπτομέρειες»-, κατασκευάζει το ίδιο προϊόν. Προφανώς, το δικό του προϊόν έχει μικρότερο κόστος κατασκευής. Σύμφωνα λοιπόν με τους Γερμανούς ειδικούς, παράγει ένα ανταγωνιστικό προϊόν.

Στο σημείο αυτό, η Ε.Ε. έχει ξεχάσει πλέον την έννοια του αθέμιτου ανταγωνισμού και θα εξακολουθήσει να επιτρέπει την εισαγωγή του προϊόντος στην αγορά της. Κάποια στιγμή, ο αντιπρόσωπος του κατασκευαστή στην Ευρώπη τον ενημερώνει ότι τα προϊόντα του θα πρέπει να φέρουν σήμανση CE. Ο κατασκευαστής που έχει χιλιάδες πελάτες στο εσωτερικό, αλλά και σε χώρες του εξωτερικού, έχει δύο επιλογές: η πρώτη να αναθέσει σε κάποιο γραφείο τη διαδικασία σήμανσης των προϊόντων του. Ο όγκος κατασκευής του είναι τόσο μεγάλος, που το κόστος θα επιμεριστεί εύκολα ανά παραγόμενη μονάδα και θα αυξήσει ίσως και απειροελάχιστα την τιμή διάθεσής του.

Η δεύτερη εναλλακτική είναι, γνωρίζοντας ότι το προϊόν θα διατεθεί σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, χωρίς μηχανισμούς ελέγχου της αγοράς, απλά να κολλήσει στο προϊόν ένα αυτοκόλλητο που γράφει CE και να αντιγράψει (πρόχειρα τις πιο πολλές φορές) μια δήλωση πιστότητας. Γνωρίζει, εξάλλου, ότι στη χώρα του δεν έχει να αντιμετωπίσει νομικές συνέπειες. Η ευθύνη συνήθως μεταφέρεται στον νόμιμο εντολοδόχο του στην ευρωπαϊκή κοινότητα…

Από την παραπάνω μικρή ιστορία, την οποία ως σύμβουλος επιχειρήσεων ο γράφων έχει δει να επαναλαμβάνεται εκατοντάδες φορές, προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα: ότι ο τρόπος με τον οποίον οργανώθηκε η απαίτηση σήμανσης CΕ των προϊόντων, αλλά και η έλλειψη ενός αξιόπιστου μηχανισμού ελέγχου της αγοράς, δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση ούτε ότι το προϊόν είναι ασφαλές, αλλά ούτε και θεσπίζει συνθήκες που αποτρέπουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Το μοναδικό που διασφαλίζεται είναι ότι στην πράξη στρέφεται εναντίον των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επιβαρύνοντάς τες με έξοδα και διαδικασίες που, σε πολλές περιπτώσεις, υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους. Υποστηρίζει  εξ αντικειμένου τις μεγάλες επιχειρήσεις με μεγάλο όγκο παραγωγής, κεφάλαια, εξοπλισμό και εξειδικευμένο προσωπικό- στην Ευρώπη ή σε τρίτες χώρες.

Για τον απλό καταναλωτή, τελευταία γραμμή άμυνας είναι η καταγγελία του στο Υπουργείο Ανάπτυξης, κάθε φορά που διαπιστώνει ή ακόμα και υποψιάζεται ότι το προϊόν που έχει προμηθευτεί ενέχει κινδύνους κατά  τη χρήση του.

Από τα χέρια όλων μας έχουν περάσει τέτοια προϊόντα (συνήθως ασιατικής προέλευσης).

Αφού μέχρι σήμερα η ελληνική πολιτεία κρατά τα μάτια κλειστά, μοναδική μας ελπίδα είμαστε εμείς οι ίδιοι, με την ιδιότητα του ενεργού πολίτη.

Το άρθρο είναι του Δημήτρη Χρυσικόπουλου και δημοσιεύθηκε στο ΗΝ

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου