Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ



Για να ορίσουμε τι είναι η επιθυμία και ποιος είναι ο ρόλος της στη ζωή μας, πρέπει ταυτόχρονα να μιλήσουμε για την ανάγκη. Επιθυμία και Ανάγκη είναι δύο όροι συγκεχυμένοι. Χρησιμοποιούμε πολλές φορές τον έναν αντί του άλλου, υπάρχουν ωστόσο διαφορές μεταξύ τους. Κι ενώ δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά τι είναι η επιθυμία, το θέμα της ανάγκης είναι πιο σαφές.

Η ΘΕΑ ΑΝΑΓΚΗ

Ως ζωντανοί οργανισμοί, είμαστε σε συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Έχουμε ένα σώμα, είμαστε ένα σώμα. Καθώς λοιπόν αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον, μέσα μας συμβαίνουν διάφορες κινητοποιήσεις. Τα κύτταρά μας ενεργοποιούνται και δημιουργείται στη συνέχεια η ανάγκη να εκτονώσουμε αυτή την ενέργεια. Θέλουμε να φάμε, να κινηθούμε, να δαγκώσουμε, να αρπάξουμε κοκ. Αυτές είναι ανάγκες ζωής, πρωταρχικές ανάγκες που αφορούν την επιβίωσή μας.

Ο Φρόιντ είπε πως αυτές οι ορμές πηγάζουν από το απόθεμα ενέργειας που έχει ο καθένας μας, το οποίο ονόμασε λίμπιντο. Πρόσθεσε επίσης ότι, μέσα από το πώς επενδύουμε το ενεργειακό μας δυναμικό, φτιάχνουμε την προσωπικότητά μας. Επενδύουμε σε αντικείμενα, πρόσωπα, πράγματα και ανάλογα εξελισσόμαστε, μέσα από τους συνδυασμούς που μαθαίνουμε να κάνουμε.

Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα παιδάκι που έχει μάθει να εκτονώνει την ενέργειά του και να επιδρά στο περιβάλλον, χτυπώντας το χέρι του. Αυτό το παιδί μπορεί να φτάσει σε ομοιόσταση, σε ηρεμία δηλαδή, χτυπώντας ένα ταμπούρλο. Ως αποτέλεσμα, μεγαλώνοντας μαθαίνει να αγαπά τη μουσική.

Αργότερα θα το ακούσουμε να λέει «θέλω να παίξω μουσική» και όχι «θέλω να χτυπήσω» ή «θέλω να εκτονώσω την ενέργειά μου». Η σύνδεση έγινε. Βλέπουμε λοιπόν πως οι μελλοντικές μας επιθυμίες εδράζονται στις πρώιμες, φυσικές μας ανάγκες.

Από το παράδειγμα με το ταμπούρλο, καταλαβαίνουμε επίσης πως το παιδί θα μπορούσε να έχει συνδέσει την εκτόνωσή του με κάτι αρνητικό. Οι επιθυμίες μας δεν αποκλείεται να ξεφύγουν και να γίνουν παθολογίες.

Μεγάλο ρόλο εδώ παίζει το περιβάλλον και ο τρόπος που καλλιεργούμε, καλύπτουμε και νοηματοδοτούμε τις ανάγκες μας. Το θέμα είναι πώς να τις επιτρέψουμε να εκδηλωθούν με τρόπο λειτουργικό, ώστε να εξυπηρετούν την ευημερία και  του ατόμου και του περιβάλλοντος.

ΟΤΑΝ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΕΤΑΙ

Συχνά, μπορεί να νομίσουμε πως η επιθυμία μας ελαττώνεται. Στην πραγματικότητα όμως, η επιθυμία δεν μειώνεται αλλά η εκδήλωσή της γίνεται πιο αφανής επειδή κάτι την καταστέλλει, δεν υπάρχει υποστήριξη να εκφραστεί εξωτερικά. Στην περίπτωση αυτή, αν δούμε την επιθυμία σαν πίδακα ενέργειας, το άτομο επιστρέφει την ενέργεια αυτή στον εαυτό του, την αρνείται, τη διαστρεβλώνει.

Αυτή η διαστρέβλωση, η καταστολή, μπορεί να αφορά συγκεκριμένα πράγματα, όπως για παράδειγμα το φαγητό (ανορεξία), ή γενικότερα την επιθυμία μας για ζωή, που στην πιο ακραία έκφανσή της φτάνει μέχρι την αυτοκτονία.

Συνήθως βέβαια, οι περισσότεροι κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε και διοχετεύουμε την ενέργειά μας εκεί που ξέρουμε- ή φανταζόμαστε- πως θα αποκομίσουμε τα περισσότερα οφέλη.

Για παράδειγμα, προκειμένου να αποφύγω την αποδοκιμασία, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό και δεν θα εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου. Θα την μετατρέψω σε κάτι άλλο, θα κοκκινίσω, θα την κάνω υπερβολική ευγένεια, θα τη μεταμορφώσω εν πάση περιπτώσει σε οτιδήποτε θεωρώ πως μπορεί να με εξυπηρετήσει.

Τέτοιου είδους διαστρεβλώσεις σχετίζονται πολύ με την κατάθλιψη. Βέβαια, ακόμη δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι η κατάθλιψη, ότι κι αν είναι όμως, συνδέεται με μια μετάλλαξη της πρωταρχικής μας ανάγκης με νοσηρό αντί για δημιουργικό τρόπο, πράγμα που καταστέλλει σε μεγάλο βαθμό το νευρικό μας σύστημα, επιβαρύνει τον ψυχισμό μας και μας καθιστά ανίκανους να απολαύσουμε τη ζωή.

Υπάρχουν άπειρες απαντήσεις για το τι ακριβώς καταθλίβεται μέσα μας. Το βασικό στοιχείο όμως που ζητά να εκφραστεί και εμποδίζεται είναι το σώμα, η εστία των αναγκών μας. Όταν χάνουμε την επαφή με το σώμα, χάνουμε πολύτιμη πληροφορία για τον εαυτό μας και το περιβάλλον.

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ

Στη δουλειά μου βλέπω ανθρώπους που παρουσιάζουν το πρόβλημα τους με απόλυτη σιγουριά, αναπτύσσουν επιχειρήματα, εξηγούν, τα έχουν όλα τακτοποιημένα στο κεφάλι τους, αλλά το πόδι τους πάει κι έρχεται σαν παλαβό! Κι όταν τους ρωτώ «τι λέει το πόδι σου» σταματούν με δέος και δεν βρίσκουν λόγια. Το σώμα ξέρει πράγματα που το γνωστικό μας κομμάτι παρακάμπτει ή αδυνατεί να επεξεργαστεί. Είναι πλέον αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα πως το στομάχι μας αποτελεί το δεύτερο εγκέφαλό μας. Δεν είμαστε όλοι όμως εξοικειωμένοι με την αναγνώριση και αποδοχή των αναγκών μας σε πρωταρχικό, σωματικό επίπεδο.

Ζούμε σε κουλτούρες που ελέγχουν τις επιθυμίες μας, άλλοτε με προφανή και άλλοτε με ύπουλο τρόπο. Αυτό έχει ως συνέπεια να παθολογούμε και να καταστρατηγούμε τις ανάγκες μας αντί να τις κατανοήσουμε και να τις νοηματοδοτήσουμε στη βάση του δικού μας συστήματος αξιών.

Ένα μικρό παιδί μπορεί, για παράδειγμα, να δαγκώνει. Έτσι εκφράζει την προτίμησή του σε ορισμένα πράγματα, την αγάπη του προς το περιβάλλον. Αυτό από μόνο του δεν είναι «κακό». Εμείς όμως του λέμε πως «είναι κακό παιδί όταν δαγκώνει».

Το παιδάκι δεν καταλαβαίνει όμως ότι είναι κακό να δαγκώνει, καταλαβαίνει πως είναι κακό να έχει την ανάγκη να εκφράσει αγάπη προς το περιβάλλον, να δράσει ενεργητικά προς αυτό. Έτσι, αυτή την ενέργεια την αναστρέφει μέσα του και μετά τη μετατρέπει σε πονόλαιμο, κατάθλιψη, βωμολοχίες, ανάλογα το πού και με ποιους ζει.

Αν όμως κάποιος κατανοήσει το δάγκωμα ως έκφραση ανάγκης για ενεργητική δράση και βοηθήσει το παιδάκι να διοχετεύσει την ενέργειά του δημιουργικά, για παράδειγμα στο χορό, τότε το παιδάκι σιγά- σιγά σταματά να δαγκώνει και μαθαίνει να απολαμβάνει την έκφραση του σώματός του.

ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Όσο κάποιος αρχίζει και κατανοεί βαθύτερα τις ανάγκες του και αποκτά καλύτερη αντίληψη του ψυχισμού του, σίγουρα αρχίζει να αμφισβητεί τη σπουδαιότητα ορισμένων υλικών συμβόλων που έμαθε ότι δήθεν του ανοίγουν το δρόμο για την απόλαυση και την ευτυχία.

Εντέλει, η διαδικασία της ζωής είναι δημιουργική. Εμείς διοχετεύουμε την ενέργειά μας ανάλογα και πλάθουμε το πέρασμά μας από τη γη. Όλα εξαρτώνται από τη δική μας ικανότητα να προσδίδουμε νόημα στην ύπαρξή μας. Όπως γράφει και ο Βίκτωρ Φράνκλ στο Mans Search for Meaning, η επιβίωση του στα στρατόπεδα των Ναζί βασίστηκε στην ικανότητά του να βρίσκει νόημα και χαρά στο παραμικρό. Παρατήρησε πως οι κρατούμενοι που μπορούσαν να χαρούν και με το μικροσκοπικό μπιζέλι που έβρισκαν στο νεροζούμι που τους έδιναν στο συσσίτιο ήταν εκείνοι που επιβίωναν. Και ήξερε με μαθηματική ακρίβεια ποιοι θα πέθαιναν: εκείνοι που τους έβλεπε απαθείς να περιμένουν το τέλος.

Αυτό αποτελεί μάθημα για τις μέρες μας. Τα πάντα μπορούν να συμβούν στον καθένα μας. Να τα χάσουμε όλα.

Όχι όμως και την ικανότητά μας να προσδίδουμε νόημα και να εκφράζουμε συμπόνια και αγάπη.

Της Λίας Ζωγράφου/αβατον

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου